- φιλονείκων
- φιλόνεικοςmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλονεικῶν — φιλονεικέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχρηματιστής — ὁ, Α αυτός που επιθυμεί έντονα την απόκτηση χρημάτων, περιουσίας («ἀντὶ δὴ φιλονείκων καὶ φιλοτίμων ἀνδρῶν φιλοχρηματισταὶ καὶ φιλοχρήματοι», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χρηματιστής «αυτός που ασχολείται με χρηματικές εργασίες, με… … Dictionary of Greek
φιλόνικος — και φιλόνεικος, η, ο / φιλόνικος και φιλόνεικος, ον, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσει να φιλονικεί, φίλερις, καβγατζής αρχ. 1. (με θετική σημ.) φιλότιμος («ἀντὶ φιλονείκων καὶ φιλοτίμων ἀνδρῶν φιλοχρήματοι τελευτῶντες ἐγένοντο», Πλάτ.) 2. (το ουδ ως… … Dictionary of Greek